Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τό έχει

  • 1 важно

    важно предик, έχει σημασία, ενδιαφέρει это не \важно δεν είναι τίποτα το σπουδαίο* для меня очень \важно...για μένα έχει σημασία... мне \важно знать... το βασικό είναι να ξέρω...
    * * *
    предик.
    έχει σημασία, ενδιαφέρει

    э́то не ва́жно — δεν είναι τίποτα το σπουδαίο

    для меня́ о́чень ва́жно... — για μένα έχει σημασία…

    мне ва́жно знать... — το βασικό είναι να ξέρω…

    Русско-греческий словарь > важно

  • 2 иметь

    -ю, -ешь
    ρ.δ. μ.
    1. έχω, κατέχω•

    иметь деньги έχω χρήματα•

    иметь право έχω δικαίωμα•

    иметь талант έχω ταλέντο•

    это -ет большое значение αυτό έχει μεγάλη σημασία•

    иметь мужество открыто признать свой ошибку έχω το θάρρος ανοιχτά να παραδεχτώ το λάθος μου•

    иметь возможность έχω τη δυνατότητα•

    иметь стыд ντρέπομαι.

    || (για μήκος, ύψος κ.τ.τ.) έχει, είναι•

    эта материя -ет метр ширины αυτό το ύφασμα έχει ένα μέτρο φάρδος•

    эта башня -ет сто метров в высоту αυτός ο πύργος είναι εκατό μέτρα ψηλός.

    || διαθέτω, χρησιμοποιώ• иметь кого-н. помощника έχω κάποιον βοηθό.
    2. παλ. με απαρμφ. σ. σχηματίζει μέλλοντα σ. και αντιστοιχεί μετο μόριο „,θα•

    завтра это сообщение -ет появиться в газетах αύριο αυτή η ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες• 8 марта -ет быть концерт στις 8 του Μάρτη θα έχει συναυλία•

    вместе с имеющими поступить... μαζί με κείνους που θα εισαχθούν...• я имею к вам просьбу θα σας παρακαλέσω.

    3. με ουσ. σε αιτ. πτώση εκφράζει ενέργεια αυτού του ουσ. иметь отношение σχετίζομαι•

    иметь применение εφαρμόζομαι•

    иметь притязание διεκδικώ•

    хождение κυκλοφορώ.

    4. έχω αγαπητικό.
    εκφρ.
    иметь место – συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•
    это событие имело место позавчера – αυτό το γεγονός έγινε προχτές•
    иметь целью (ή цель) – επιδιώκω, έχω ως σκοπό (σκοπεύω).• ничего не иметь против δεν έχω καμιά αντίρρηση.
    υπάρχω•

    препятствий (к чему-н.) не -ется εμπόδια δεν υπάρχουν•

    -ются в продаже υπάρχουν για πούλημα (πουλιούνται)•

    по имеющимся сведениям κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες.

    εκφρ.
    иметь в виду – παίρνομαι(λαμβάνομαι) υπ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > иметь

  • 3 лицо

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лицо

  • 4 у

    у
    предлог с род. п. I. (около) σέ, είς, κοντά σέ, παρά, πλησίον, δίπλα σέ:
    у берега στήν ἀκρογιαλιά· стоять у моста στέκομαι κοντά στή γέφυρα· жить у моря κατοικώ κοντά στή θάλασσα· сидеть у руля κάθομαι στό τιμόνι· работать у станка δουλεύω στή μηχανή· 2.:
    у меня (у тебя и т. д.) есть ἔχω (ἔχεις, ἔχει)· у меня (у тебя и т. д.) нет δέν ἔχω (ἔχεις κ.λ.π.)· у него́ нет свободного времени δέν τοῦ μένει καιρός· у меня боли́т голова ἔχω πονοκέφαλο· у меня шум в ушах βουίζουν τ' αὐτιά μου· у нее красивая шляпа αὐτή ἔχει ὠραίο καπέλλο· у всякого свой вкус ὁ καθένας ἔχει τα γοῦστα του·
    3. (при обозначении принадлежности переводится род. п.) τοῦ, τής:
    но́жки у стола τά πόδια τοῦ τραπεζιοῦ· решетка у сада τά κάγκελα τοῦ κήπου·
    4. (в чьем-л. доме и т. п.) σέ:
    он остался у нас ἐμεινε σ' ἐμᾶς· жить у родителей ζῶ μέ τους γονείς μου·
    5. (при указании на источник) σέ, είς, ἀπό:
    шить у портного ράβω στον ράφτη· у кого́ мо́жио узнать? ἀπό ποιόν μπορώ νά μάθω;· ◊ он не у дел разг δέν εἶναι πιά στά πράματα, ἔχασε τή θέση του· стоять у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία.

    Русско-новогреческий словарь > у

  • 5 душа

    -и, αιτ. душу, πλθ. души θ.
    1. ψυχή•

    в глубине -и στα μύχια της ψυχής•

    -ой и телом ψυχή τε και σώματι•

    от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•

    благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•

    любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•

    -и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•

    человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.

    2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•

    на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•

    ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•

    сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•

    на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.

    3. δουλοπάροικος•

    он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.

    4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.
    εκφρ.
    бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•
    заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•
    чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•
    без -иπαλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•
    в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•
    по - – του γούστου, της αρέσκειας•
    по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•
    душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•
    душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•
    душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•
    душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•
    душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•
    вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•
    излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•
    вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•
    отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•
    отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•
    душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•
    отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•
    положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•
    положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•
    не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•
    кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•
    ни -ой ни телом – καθόλου•
    это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•
    заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•
    мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•
    хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•
    взять ή принятьκ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•
    стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•
    петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•
    в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•
    за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•
    за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•
    за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•
    за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•
    на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•
    сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου.

    Большой русско-греческий словарь > душа

  • 6 неправый

    επ., βρ: -прав, -а, -о
    άδικος, που δεν έχει δίκαιο•

    он -ав αυτός δεν έχει δίκαιο ή αυτός έχει άδικο.

    || παλ. άδικος, που δεν απονέμει το δίκαιο•

    неправый суд άδικο δικαστήριο.

    Большой русско-греческий словарь > неправый

  • 7 слабый

    επ., βρ: слаб, -а, -о.
    1. αδύνατος, ανίσχυρος, ασθενής•

    слабый удар αδύνατο χτύπημα•

    слабый голос αδύνατη φωνή•

    -ая память αδύνατη μνήμη;•

    слабый ветер ασθενής άνεμος•

    -ое государство ανίσχυρο κράτος.

    2. ασθενικός•

    -ые л-гкие αδύνατα πνευμόνια•

    слабый ребнок αδύνατο παιδάκι.

    || αδύναμος, εξασθενημένος, εξαντλημένος• άτονος.
    3. μη ισχυρός•

    -ая воля αδύνατη βούληση.

    || ελαφρός•

    слабый табак ελαφρός καπνός•

    -ое вино ελαφρό κρασί.

    4. μικρός, ασήμαντος• ανεπαρκής•

    -ые способности μικρές ικανότητες•

    -ая надежда μικρή ελπίδα•

    -ая дисциплина χαλαρή πειθαρχία•

    -ые доказательства ανεπαρκείς αποδείξεις•

    слабый писатель αδύνατος συγγραφέας.

    5. που έχει αδυναμία, πάθος προς κάτι• μερακλής•

    он слаб на вино αυτός έχει αδυναμία στο κρασί: он слаб до баб έχει αδυναμία (είναι μερακλής) στις γυναίκες.

    6. μικρής ισχύος, μικρός•

    слабый мотор μικρό μοτέρ•

    -ые токи ηλεκτρικά ρεύματα χαμηλής τάσης.

    εκφρ.
    - ая сторона – η αδύνατη πλευρά, το αδύνατο σημείο•
    - ая струна – η αδύνατη χορδή (το ευαίσθητο σημείο)•
    слабый на язык – αθυρόγλωσσος, αθυρόστομος.

    Большой русско-греческий словарь > слабый

  • 8 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 9 безусловно

    безусловно ασφαλώς, οπωσδήποτε он, \безусловно, прав έχει απόλυτα δίκαιο
    * * *
    ασφαλώς, οπωσδήποτε

    он безусло́вно прав — έχει απόλυτα δίκαιο

    Русско-греческий словарь > безусловно

  • 10 везти

    I везти II безл. ему везёт έχει τύχη, είναι τυχερός ему не везёт είναι άτυχος II везти Ι (перевозить) κουβαλώ, μεταφέρω (με όχημα)
    * * *
    I
    ( перевозить) κουβαλώ, μεταφέρω (με όχημα)
    II безл.

    ему́ везёт — έχει τύχη, είναι τυχερός

    ему́ не везёт — είναι άτυχος

    Русско-греческий словарь > везти

  • 11 живот

    живот м η κοιλιά у него болит \живот έχει κοιλόπονο
    * * *
    м
    η κοιλιά

    у него́ боли́т живо́т — έχει κοιλόπονο

    Русско-греческий словарь > живот

  • 12 меньше

    меньше 1. (сравн. ст. от маленький) μικρότερος* этот стадион \меньше αυτό το στάδιο είναι μικρότερο 2. (сравн. ст. от мало) λιγότερο· μικρότερο (по размеру)' здесь \меньше народу εδώ έχει λιγότερο κόσμο· как можно \меньше όσο το δυνατό λιγότερο
    * * *
    1. сравн. ст. от маленький

    э́тот стадио́н ме́ньше — αυτό το στάδιο είναι μικρότερο

    2. сравн. ст. от мало
    λιγότερο; μικρότερο ( по размеру)

    здесь ме́ньше наро́ду — εδώ έχει λιγότερο κόσμο

    как мо́жно ме́ньше — όσο το δυνατό λιγότερο

    Русско-греческий словарь > меньше

  • 13 неважно

    неважно 1. нареч. (не совсем хорошо) όχι καλά, άσχημα· чувствовать себя \неважно δεν αισθάνομαι και τόσο καλά 2. лредик. (несущественно): это \неважно αυτό δεν πειράζει, δεν έχει σημασία
    * * *
    1. нареч.
    ( не совсем хорошо) όχι καλά, άσχημα

    чу́вствовать себя́ нева́жно — δεν αισθάνομαι και τόσο καλά

    2. предик.

    э́то нева́жно — αυτό δεν πειράζει, δεν έχει σημασία

    Русско-греческий словарь > неважно

  • 14 нельзя

    нельзя 1) (запрещено) δεν επιτρέπεται 2) (невозможно) δε γίνεται, δεν είναι δυνατό· здесь \нельзя пройти εδώ δεν έχει πέρασμα' \нельзя ли посетить...? μπορώ να επισκεφτώ..; \нельзя! μη!
    * * *
    1) ( запрещено) δεν επιτρέπεται
    2) ( невозможно) δε γίνεται, δεν είναι δυνατό

    здесь нельзя́ пройти́ — εδώ δεν έχει πέρασμα

    нельзя́ ли посети́ть...? — μπορώ να επισκεφτώ..

    нельзя́! — μη!

    Русско-греческий словарь > нельзя

  • 15 облачный

    облачный νεφελώδης, συν νεφιασμένος· сегодня –ю έχει συννεφιά σήμερα
    * * *
    νεφελώδης, συννεφιασμένος

    сего́дня о́блачный — о έχει συννεφιά σήμερα

    Русско-греческий словарь > облачный

  • 16 свой

    I свой мн. от свой II свой (своя, своё, свой) δικός μου (σου, του, κτλ.)· он потерял свою книгу έχασε το βιβλίο του ◇ он сам не \свой έχει χάσει τα νερά του
    * * *
    (своя, своё, свои)
    δικός μου (σου, του, κτλ.)

    он потеря́л свою́ кни́гу — έχασε το βιβλίο του

    ••

    Русско-греческий словарь > свой

  • 17 смысл

    смысл м 1) η έννοια, το νόημα· η σημασία (значение)' здравый \смысл η λογική* в буквальном \смысле κυριολεχτικά* в каком \смысле? τι εννοείται; 2) (основание) о λόγος, το νόημα* имеет -\смысл... αξίζει να...· в этом нет \смысла δεν έχει κανένα νόημα ◇ в широком \смысле слова με την πλατιά έννοια
    * * *
    м
    1) η έννοια, το νόημα; η σημασία ( значение)

    здра́вый смысл — η λογική

    в буква́льном смысле — κυριολεχτικά

    в како́м смысле? — τι εννοείται

    2) ( основание) ο λόγος, το νόημα

    име́ет смысл... — αξίζει να…

    в э́том нет смысла — δεν έχει κανένα νόημα

    ••

    в широ́ком смысле сло́ва — με την πλατιά έννοια

    Русско-греческий словарь > смысл

  • 18 видно

    видно
    1. предик безл ἐχει φῶς, φέγγει (светло)/ εἶναι φανερό[ν], πρόδηλο[ν], προφανές (заметно):
    еще хорошо \видно ἀκόμα φέγγει καλά, ἀκόμα ἐχει φως· мне \видно βλεπω· ясно \видно εἶναι φανερό, φαίνεται καθαρά·
    2. вводн. сл. (по-видимому) разг см. видимо.

    Русско-новогреческий словарь > видно

  • 19 влечь

    влеч||ь
    несов
    1. книжн. (тащить) σέρνω, τραβῶ, σύρω, ἐλκω·
    2. (привлекать) προσελκύω, ἐπισύρω:
    его \влечьет к науке τόν τραβάει ἡ ἐπιστήμη, ἐχει κλί· ση στήν ἐπιστήμή ◊ \влечь за собой συνε· πάγομαι, συνεπιφέρω· это \влечьет за собой тяжелые последствия αὐτό θά ἔχει σοβαρές συνέπειες, αὐτό συνεπάγεται σοβαρές συνέπειες.

    Русско-новогреческий словарь > влечь

  • 20 деньгн

    деньг||н
    мн. τά λεφτά, τά χρήματα, ὁ παράς:
    бумажные \деньгн τά χαρτονομίσματα· медные \деньгн τά κέρματα· мелкие \деньгн -ό ψιλά· наличные \деньгн τά μετρητά· быть при \деньгнах ἔχω χρήματα· он не при \деньгнах δέν Εχει χρήματα, δέν ἐχει λεφτά· ψ карманные \деньгн τό χαρτζιλίκι· ни за какие \деньгн! μέ κανένα τρόπο, ἐπ' ὁόδενί λόγω!· у него денег куры не клюют κολυμπάει στά λεφτά.

    Русско-новогреческий словарь > деньгн

См. также в других словарях:

  • έχει — το (Μ ἔχει) 1. περιουσία 2. πλούτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άκλιτος τύπος που προήλθε από το απρμφ. ενεστ. έχειν τού ρ. έχω (I) (με σίγηση τού ληκτικού ν) πρβλ. το φιλί, ορθότ. το φιλεί < φιλεῖν] …   Dictionary of Greek

  • ἔχει — ἔχις viper masc nom/voc/acc dual (attic epic) ἔχεϊ , ἔχις viper masc dat sg (epic) ἔχις viper masc dat sg (attic ionic) ἔχω check pres ind mp 2nd sg ἔχω check pres ind act 3rd sg χάω imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) χέω diffuse completely …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἰ δέον ῥέει, ἀλλὰ ἔχει τρύπαν. — Εἰ δέον (ἡδεῖον) ῥέει, ἀλλὰ ἔχει τρύπαν. См. Близко локоть, да не укусишь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μόνη γὰρ ὧν πέπονθεν οὐκ ἔχει χάριν. — Μόνη γὰρ (γαστὴρ) ὧν πέπονθεν οὐκ ἔχει χάριν. См. Брюхо злодей: старого добра не помнит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αἴδηςεἴσοδον μὲν ἔχει, ἔξοδον δὲ οὐκ ἔχει. — См. Ад без выхода, а грехи без вывода …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Γαστὴρ οὐκ ἔχει ὦτα. — См. Брюхо глухо: словом не уймешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅπου τις ἀλγεῖ, κεῖθι καὶ τὴν χεῖρ’ ἔχει. — См. Где больно, там рука …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὄπισθεν κεφαλῆς ὄμματ’ ἔχει. — См. На затылке глаз нет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδὲ ὀβολόν ἔχει πρίασθαι βρόχον. — См. Ни удавиться, ни зарезаться нечем …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὄπου πολλοὶ πετεινοί ἐχεὶ ἡμέρα οὐ γένεται. — См. У семи нянек дитя без глаза …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὃπου τὶς ἄλγει κεῖσε καὶ τὸν νοῦν ἔχει. — См. Что у кого болит, тот о том и говорит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»